- παραμάσχαλα
- επίρρ. под мышкой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραμάσχαλα — και παραμάσκαλα επίρρ. κάτω από τη μασχάλη, υπό μάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μασχάλη] … Dictionary of Greek
υπομάλης — επίρρ. τοπ. 1. κάτω από τη μασχάλη, παραμάσχαλα: Κρατούσε το δέμα υπομάλης. 2. μτφ., κρυφά, λαθραία: Έφερε στην Ελλάδα απαγορευμένα περιοδικά υπομάλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)